- τηλεκλειτοῖο
- τηλεκλειτόςfar-famedmasc/fem/neut gen sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηλεκλειτός — και τηλεκλητός, ή, όν, θηλ. και ός Α αυτός τού οποίου το κλέος, η φήμη φθάνει μακριά, ένδοξος, ξακουστός (α. «Φοίνικος κούρης τηλεκλειτοῑο», Ομ. Ιλ. β. «τηλεκλειτόν τ Ἐφιάλτην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + κλειτός (Ι) «ένδοξος» (πρβλ.… … Dictionary of Greek